Προσωπικά αντικείμενα

Αναφέρουμε ορισμένα μόνον αντικείμενα από τα φυλασσόμενα ή εκτιθέμενα στις αίθουσες του Ιδρύματος, ενδεικτικά της ποικιλίας των διαφόρων κατηγοριών. Υπάρχουν, λοιπόν, μεγάλα αντικείμενα, όπως η γνωστή κουνιστή πολυθρόνα του, όπου συνήθιζε να αναπαύεται ο ποιητής [15]. Αυτή έχει διατηρηθεί σε άριστη κατάσταση, ώστε ο επισκέπτης του χώρου νομίζει ότι μπορεί να την χρησιμοποιήσει και ο ίδιος [16]. Στο κέντρο του δωματίου έχει τοποθετηθεί το γραφείο του με την καρέκλα του. Πάνω στο γραφείο υπάρχουν μελανοδοχεία [17], press-papier, κονδηλοφόροι, πένες, τέσσερεις καλαίσθητοι χαρτοκόπτες, από τους οποίους ένας κοσμημένος με τη μορφή του Δάντη και ένας με άνθη. Επίσης εκτίθενται μικρά αγαλματίδια: μία πήλινη Ταναγραία, ο Βούδας στην τυπική ιερή του στάση και ο Shiller από μπρούτζο [18], καθώς και ένα ολόγλυφο ξύλινο μπούστο του Δάντη, χρωματισμένο [19]. Στους τοίχους έχουν αναρτηθεί φωτογραφίες φίλων του Παλαμά με αφιερώσεις, όπως του Ψυχάρη ή της de Noailles [20]. Εκτίθενται επίσης, μέσα σε προθήκες, ζευγάρια γυαλιών του με αντίστοιχες θήκες [21], μία παλαιού τύπου πίπα, τρία μπαστούνια του, τιράντες, κιάλια, κλειδιά, το ρολόι του, καθώς και τράπουλα με ταρώ, την οποία συνήθιζε να χρησιμοποιεί για να διασκεδάσει, όταν τύχαινε να έχει λίγο ελεύθερο χρόνο, ενώ σε μία άκρη του δωματίου έχει τοποθετηθεί η σόμπα του.

Παράσημα – Διπλώματα

Ο προθάλαμος είναι διακοσμημένος κυρίως με περγαμηνές και διπλώματα του Παλαμά [22], ενώ τα αντίστοιχα διάσημα και τα μετάλλια είναι τοποθετημένα σε προθήκες που βρίσκονται στην αίθουσα συνεδριάσεων της Διοικούσας Επιτροπής. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, το δίπλωμα που χορηγήθηκε στον ποιητή, όταν έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός [23], το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών [24], το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα [25], δύο διπλώματα και τα αντίστοιχα διάσημα της Λεγεώνας της Τιμής [26], το παράσημο του Ταξιάρχη του Ιταλικού Βασιλείου [27], καθώς και το διάσημο της Ακαδημίας Αθηνών [28].

Προσωπογραφίες

Η ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία του μεγάλου μας ποιητή απετέλεσε θέμα πολλών προσωπογραφιών που κοσμούν, διάσπαρτες, τους τοίχους του Ιδρύματος. Παλαιότερη είναι αυτή που φιλοτέχνησε ο Ευάγγελος Ιωαννίδης (1868-1942) το 1909 [29]. Πρόκειται για μια εκτέλεση με κάρβουνο σε χαρτί. Ο Παλαμάς απεικονίζεται σε ηλικία 48 ετών. Η χρονολογική, αλλά κυρίως η υφολογική διαφορά αυτής της προσωπογραφίας σε σχέση με τις επόμενες είναι εμφανής. Η απόδοση της προσωπικότητας του ποιητή, οδηγεί σε ένα εξωστρεφές αποτέλεσμα εμπιστοσύνης προς το μέλλον. Ο ίδιος ο Παλαμάς έγραφε σχετικά με αυτή την προσωπογραφία, στις 15 Ιουλίου 1909, στην κόρη του Ναυσικά: «Άλλο σπουδαίο εξαγόμενο των παραστρατισμάτων αυτών είναι το πορτραίτο μου με κάρβουνο, γραμμένο από το συμπαθητικό ζωγράφο Ιωαννίδη που έχει τ’ αργαστήρι του στο Ζάππειο». Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1928, ο Δημήτριος Μπισκίνης (1891-1947) φιλοτέχνησε την υποβλητικότερη ίσως προσωπογραφία τού Παλαμά [30]. Πρόκειται για μία ελαιογραφία σε μουσαμά, καθόλα σύμφωνη με το ύφος των επισήμων, ακαδημαϊκών προσωπογραφιών της εποχής. Υπενθυμίζουμε ότι το 1928, ο Παλαμάς συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση τού Γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών και ίσως η επιλογή του συγκεκριμένου ύφους απεικόνισης να υπαγορεύεται από την συγκεκριμένη περίσταση. Στο Ίδρυμα υπάρχει και το  υπ’ αριθμό 58/60 αντίγραφο της περίφημης ξυλογραφίας που φιλοτέχνησε το 1943, ο Κώστας Γραμματόπουλος (1916-2003), όταν πέθανε ο ποιητής [31]. Είναι ίσως μια από τις χαρακτηριστικότερες και εκφραστικότερες προσωπογραφίες του. Ο ενδοσκοπικός χαρακτήρας που αποπνέει το έργο, το χαρακωμένο από τα χρόνια και από την έντονη πνευματική δραστηριότητα πρόσωπο του ποιητή, το βλέμμα που στρέφεται με φροντίδα χαμηλά, όπως αυτό του πατέρα προς ένα μικρό παιδί, αποτελούν χαρακτηριστικά που παγιώθηκαν στην κοινή συνείδηση και συνοδεύουν κάθε παλαμική μνήμη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως η συγκεκριμένη απεικόνιση του ποιητή χρησιμοποιείται ως έμβλημα του Ιδρύματος. Την ίδια τυπολογία ακολούθησε ο Ερνέστος Κάρτερ (1924-1992) στην προσωπογραφία που φιλοτέχνησε το 1946 με κάρβουνο σε χαρτί [32]. Πρόκειται για εξιδανικευμένη, στατική απεικόνιση του ποιητή, με αυτογενές φως που περιβάλλει τη μορφή του ως ένα φωτοστέφανο, συνδέοντας τη φυσιογνωμία του με το ιερό στοιχείο. Παρόμοια σύνδεση επιτυγχάνεται και στην ελαιογραφία του Δημητρίου Νικολαΐδη [33]. Πέρα από την ιεραποστολική στάση του, η οποία παρουσιάζει σαφείς αναλογίες με την περίφημη προσωπογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, είναι και η υπογραφή τού καλλιτέχνη που παραπέμπει σε βυζαντινά πρότυπα: «Δ. Νικολαΐδης εποίει». Ο ποιητής μετατρέπεται έτσι σε σύμβολο, σε πνευματικό οδηγό, εξαϋλώνεται, ηρωοποιείται και ιεροποιείται. Τέλος, αναφέρουμε το σκίτσο του Δημήτρη Ανθή [34], έργο στο οποίο ο ελλειπτικός σχεδιασμός, η γρήγορη και «ταραγμένη» εκτέλεση, οδηγούν σε ένα εκλεπτυσμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Η μορφή τού ποιητή σε αυτή την περίπτωση παραπέμπει σε δονκιχωτικές προσωπογραφίες, αποπνέοντας ανήσυχη πνευματική ευαισθησία, ενώ τα ασύμμετρα φαρδιά φρύδια του προσδίδουν γήινη βαρύτητα στην κατά τα άλλα εξιδανικευμένη απεικόνισή του.

Γλυπτά

Αλλά και οι γλυπτές αποδόσεις της μορφής του ποιητή, έχουν τη θέση που τους αρμόζει μέσα στο Ίδρυμα. Κυριαρχεί το επιβλητικό γλυπτό μπούστο του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974) [35]. Πρόκειται για έργο από μπρούτζο που φέρει την υπογραφή του καλλιτέχνη και τη χρονολογία 1966. Ο Παλαμάς του Τόμπρου δεν είναι ο διανοούμενος, αλλά ο αγωνιστής. Ο μυώδης άνδρας, με το κεφάλι γερμένο μπροστά, εκφράζει αγωνία και σωματική προσπάθεια, σαν να σέρνει το βάρος ενός ολόκληρου λαού. Η κλίση του κεφαλιού, καθώς και η επιλογή του καλλιτέχνη να απεικονίσει τον ποιητή με γυμνούς ώμους, παραπέμπει στην απόδοση του μαρτυρίου του Χριστού και συνειρμικά γεννά τους επιδιωκόμενους από τον γλύπτη συμβολισμούς. Το 1942 ο Βάσος Φαληρέας (1905-1979) φιλοτέχνησε ένα μικρών διαστάσεων γλυπτό από πηλό, το οποίο φέρει υπογραφή, χρονολόγηση και αφιέρωση: «Στην κόρη του μεγάλου μας ποιητή. Β. Φαληρέας 1942» [36]. Ο ποιητής καθισμένος και σκεπτικός, με ένα ασύμμετρα μεγάλο κεφάλι σε σχέση με το σώμα του, λειτουργεί ως σύμβολο πνευματικότητας. Το γλυπτό ακολουθεί τα αισθητικά διδάγματα του μοντερνισμού και ιδιαίτερα του Ροντέν, εφόσον κύριο χαρακτηριστικό του είναι ο ημιτελής χαρακτήρας του. Ακριβώς αυτός ο μοντερνιστικός χαρακτήρας του έργου αποβάλλεται στη μεταγενέστερη εκτέλεσή του, μετά από 33 χρόνια. Πρόκειται αυτή τη φορά για μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινο έργο, στο οποίο ο Φαληρέας επαναλαμβάνει την ίδια τυπολογικά απεικόνιση του ποιητή. Τα αποκαλυπτήρια του μαρμάρινου αυτού ανδριάντα, που αποτελεί ένα από τα τυπικότερα δείγματα διακοσμητικής γλυπτικής, έγιναν στις 7 Μαρτίου 1975 στον κήπο του Πνευματικού Κέντρου Αθηναίων [37]. Ωστόσο, ο Γιάννης Παππάς (1913-2005) ήταν αυτός που μας κληροδότησε την αυθεντική μορφή του ποιητή, με τη γαλήνια έκφραση που είχε όταν άφησε την τελευταία του πνοή, στις 27 Φεβρουαρίου 1943 [38]. Κατασκεύασε τότε ένα συγκλονιστικό νεκρικό εκμαγείο τού προσώπου του, καθώς και ένα άλλο του αποστεωμένου δεξιού χεριού του [39]. Ο ίδιος γλύπτης κατασκεύασε και το νεκρικό εκμαγείο της Μαρίας Παλαμά, το γύψινο καλούπι του οποίου εκτίθεται πλάι σε εκείνο του συζύγου της [40]. Στην ίδια προθήκη υπάρχει φάκελος, όπου φυλάχθηκαν από την κόρη τους Ναυσικά λίγες τρίχες των μαλλιών τους. Τέλος υπάρχουν και δύο αντίγραφα προτομής μικρών διαστάσεων που φιλοτέχνησε πρόσφατα ο γλύπτης Κωνσταντίνος Παλαιολόγος [41]. Στο έργο αυτό απεικονίζονται τυποποιημένα πλέον τα παγιωμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ποιητή.